- Ἀμαλήκ
- Ἀμαλήκ, ὁ indecl. (LXX, Philo; TestSim 6:3; SibOr 8, 252; Just.—In Joseph. Ἀμάληκος, ου [Ant. 2, 6]) Amalek, a Semitic tribe in the Sinai desert (cp. Ex 17:8ff) B 12:9.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Αμαλήκ — Βιβλικό πρόσωπο.Εγγονός του Ησαύ, ένας από τους αρχηγούς των ιδουμαϊκών φυλών. Αναφέρεται και ως γενάρχης των Αμαληκιτών, πανάρχαιου λαού της Παλαιστίνης, που όμως πουθενά δεν μνημονεύεται ως συγγενικός με τον λαό του Ισραήλ … Dictionary of Greek
Амаликитяне — Амалекитяне (Amalec) на юго восточной границе Палестины Амаликитяне (ивр. עֲמָלֵק) согласно Танаху, древне … Википедия
Αμαληκίτες — Αρχαίος πολεμοχαρής αραβικός λαός της ΝΔ Παλαιστίνης, στην περιοχή της σημερινής ερήμου Ετ Τι. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και ως Αμαλήκ, κατά την εποχή του Αβραάμ, ενώ στη βίβλο των Αριθμών χαρακτηρίζεται «πρωτότοκος των λαών». Οι Α. ήταν… … Dictionary of Greek